ἀκαταύγαστος

ἀκαταύγαστος
ἀκατ-αύγαστος, ον,
A not illuminated, Steph. in Hp.2.295 D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακαταύγαστος — η, ο [καταυγάζω] όποιος δεν έχει καταυγαστεί, δεν έχει τέλεια διαφωτιστεί …   Dictionary of Greek

  • ἀκαταύγαστον — ἀκαταύγαστος not illuminated masc/fem acc sg ἀκαταύγαστος not illuminated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”